βρογχοπνευμονία

βρογχοπνευμονία
Φλεγμονώδης νόσος που αφορά συγχρόνως τον βλεννογόνο των βρόγχων και το πνευμονικό παρέγχυμα, κατά εστίες. Οι βρογχοπνευμονικές εστίες είναι μεμονωμένες ή συρρέουσες. Η β. προσβάλλει ανθρώπους όλων των ηλικιών, κατά προτίμηση όμως τα μικρά παιδιά και τους γέροντες. Συνήθως παρουσιάζεται ως δευτεροπαθής από χρόνια βρογχίτιδα ή μερικές λοιμώδεις νόσους, όπως η γρίπη, η ιλαρά, ο κοκίτης κ.ά. Η πρωτοπαθής μορφή είναι σπανιότερη. Ποικίλοι μικροοργανισμοί μπορεί να ευθύνονται για τη νόσο· πιο συχνά συναντάται ο πνευμονόκοκκος, ύστερα ο στρεπτόκοκκος, ο σταφυλόκοκκος, ο βάκιλος του Φριντλάιντερ κ.ά. Η έναρξη της νόσου άλλοτε είναι απότομη και άλλοτε όχι· ο πυρετός μπορεί να είναι υψηλός, ο σφυγμός πάντα μικρός και συχνός, ο βήχας ξερός και ενοχλητικός, η απόχρεμψη συνήθως μικρής ποσότητας και βλεννοπυώδους σύστασης· συχνά εμφανίζεται και δύσπνοια. Τα ευρήματα από την αντικειμενική εξέταση διαφέρουν από περίπτωση σε περίπτωση· άν η νόσος αφορά εκτεταμένες περιοχές των πνευμόνων, τα συμπτώματα μοιάζουν με εκείνα της πνευμονίας· αν αντίθετα οι βρογχοπνευμονικές εστίες είναι σχετικά λίγες και μεμονωμένες, τα ευρήματα από την αντικειμενική εξέταση μοιάζουν με εκείνα της βρογχίτιδας. Η διάρκεια της νόσου είναι μάλλον μακρά (2-3 εβδομάδες) και η υποχώρησή της βαθμιαία. Μπορεί να συμβούν επιπλοκές όπως πλευρίτιδα, πνευμονικό απόστημα και εμπύημα. Η θεραπευτική αγωγή συνίσταται στη χορήγηση οξυγόνου και αναληπτικών. Η πρόγνωση γενικά είναι καλή και η ανάρρωση στις περισσότερες περιπτώσεις εμφανίζεται πλήρης.
* * *
η
φλεγμονή των βρογχιολίων και των πνευμονικών λοβίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βρογχοπνευμονία — η φλεγμονή των βρόγχων και των πνευμόνων συγχρόνως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδενοπάθεια — Πάθηση που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια οξείας μορφής ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος (βρογχίτιδα, βρογχοπνευμονία, γρίππη, κοκίτης). Μπορεί να διαρκέσει μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη λοιμώδη νόσο που την έχει… …   Dictionary of Greek

  • βρόγχος — ο (AM βρόγχος) συνήθως στον πληθ. τμήμα του αναπνευστικού συστήματος, συνέχεια της τραχείας με δύο κύριους κλάδους και πλήθος αεροφόρους σωλήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς συνδέεται με το *βρόχω «καταπίνω, ρουφώ» (πρβλ. απρμφ. «βρόξαι… …   Dictionary of Greek

  • κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • κρεάτωση — η ιατρ. η όψη μυϊκής μάζας που παίρνει το πνευμονικό παρέγχυμα κατά τη χρόνια πνευμονική συμφόρηση τών καρδιοπαθών και κατά τη βρογχοπνευμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carnification < αγγλ. carnify (< carni <… …   Dictionary of Greek

  • ορνίθωση — (Ιατρ.). Νόσος κοινή στα πτηνά (παπαγάλους και περιστέρια) και στον άνθρωπο. Προκαλείται, όπως και η ψιττάκωση, από έναν ιό μεγάλων διαστάσεων (350 500 mm) που παρουσίαζει, μεταξύ των άλλων, το χαρακτηριστικό να είναι ευαίσθητος σε ορισμένα… …   Dictionary of Greek

  • αιφνίδιος θάνατος — Ο απρόοπτος και σύντομος θάνατος που οφείλεται σε κάποια άγνωστη φαινομενικά, εσωτερική παθολογική ή φυσιολογική αιτία. Το ποσοστό των α.θ. στο σύνολο των θανάτων είναι σχετικά μικρό. Από πλευράς φύλου περισσότερο ευπρόσβλητο είναι το αντρικό,… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας ή νόσος του άνθρακα — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο βακτηρίδιο ή βάκιλο του ά., μικρόβιο που παράγει σπόρους ανθεκτικότατους στους φυσικούς και χημικούς παράγοντες. Προσβάλλει συνήθως πρόβατα, χοίρους, βοοειδή και άλογα, και γι’ αυτό μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”